Η Αρογαλίδα
Ώρα να μάθετε και εσείς, είπε. Είναι το μόνο ζωύφιο που όταν "φεύγουν" οι άνθρωποι ....
Η Αρογαλίδα *
Μύρων Μάγιος Παβένος
Από μικρός συμπαθούσε ένα ζωύφιο που σχεδόν όλοι αντιπαθούν, την αράχνη.
Η γιαγιά του τον είχε συμβουλέψει να καθαρίζει καλά τις γωνίες, το παιδί έλεγε ότι ήταν μία γυναίκα που τα "βαλε" κάποτε με τη θεά Αθηνά και έχασε στην αναμέτρηση, για το πια υφαίνει καλύτερα και έτσι η θέα από εκδίκηση, την έκανε το γνωστό ζωύφιο. Το παιδί είχε ένα κρυφό λόγο. Ένιωθε πως έμοιαζε με αυτήν, πως τα έβαλε με το Θεό και αυτός τον έκανε κάποιο ανθρώπινο ζωύφιο, στην προσπάθεια του αυτό το παιδί να υφάνει κάποιους στίχους ή λόγια, τις πρώτες του σκέψεις.
- Γιατί να την σκοτώσουμε, ψυχή δεν έχει και αυτή;
- Όχι, δεν έχει, αυτά που διαβάζεις σου έχουν πάρει τα μυαλά, άκουγε πάντα. δεν είναι καλό ζωύφιο, συνέχισε
- Μα πιάνει τις μύγες και τα κουνούπια και μας προστατεύει το καλοκαίρι, απαντούσε ο μικρός, μα πριν ολοκληρώσει την σκέψη του η γιαγιά του, έπιανε το ξεσκονόπανο και τις καθάριζε στην κυριολεξία.
Μετά από λίγο του είπε, αγόρι μου υπάρχουν και αράχνες επικίνδυνες, με δηλητήριο, αν δεν τις ξέρεις, τις εξαφανίζεις όλες. Ε, δεν είναι και ωραίο να μπαίνεις σε ένα αραχνιασμένο σπίτι.
Εσύ είσαι η μαλιαρόκαμπια μου, δίνοντας του ένα φιλί στο κεφάλι. Έτσι τον φώναζε γιατί ήταν τριχωτό παιδί σε μια οικογένεια σπανών.
θα μάθεις του έλεγε.
Το παιδί διάβασε, και μεγάλωσε.
Έπειτα στο στρατό, υπηρέτησε την θάλασσα, αυτό το παιδί τύχαινε να δουλεύει σε γραφείο έως το τέλος της θητεία του. Είχε λοιπόν βρει μία αράχνη, σε μία γωνιά, έβαζε κάποια χαρτιά μπροστά προσπαθώντας, να την κρύψει. Μετά το πέρας της πρωινής αναφοράς, έλεγε στους ναύτες, όποιος θέλει τιμητική αφού σκοτώνετε που σκοτώνετε μύγες, θα μου φέρνετε μύγες. Κάποιοι γέλασαν αυτοί που γέλασαν μπήκαν υπηρεσία επί τόπου, και σταμάτησαν να γελούν, κάποιοι άλλοι κάθε μέρα του έφερναν μια-δυο. Αυτός τις τοποθετούσε σε ένα κουτί από σπίρτα και κάθε μέρα πετούσε στον ιστό μύγες, έδωσε και ένα όνομα στην μικρή αράχνη την έλεγε Χνούλη, από το αραχνούλι.
Ήταν μία αράχνη με αρσενικό όνομα δεν ήξερε αν το ζωντανό ήταν θηλυκό ή αρσενικό οπότε την έλεγε αράχνη ή ο Χνούλης.
Δεν είχε υπολογίσει όμως, όπως γίνεται συνήθως να μην τα υπολογίζουμε όλα, ότι το στρατόπεδο έχει μία καθαρίστρια και μία μέρα, πηγαίνοντας στο γραφείο τα είδε όλα τα πράγματα, τακτοποιημένα, πήγε στη γωνία άφαντος ο Χνούλης.
Συνέχισε να μαθαίνει, αλλά απώλειες.
Μεγάλος πια βρέθηκε σε ένα σπίτι που έκαναν γενική. Βρήκαν μία αράχνη μικρούλα την πήρε με μία χαρτοπετσέτα ήσυχα όσο γίνεται πιο τρυφερά και την έβγαλε στο μπαλκόνι.
- Μα τι κάνεις, εκεί; χαζός είσαι;
- Γιατί να σκοτώσουμε την αράχνη;
- Γιατί δεν κάνει. Γιατί δεν πρέπει, να είναι στο σπίτι. Γιατί είναι άσχημο πράγμα σιχαμένο.
Θα μάθεις του είπαν.
Γύρισε και τους είπε να σταματήσουν, με νευρική φωνή.
Ώρα να μάθετε και εσείς, είπε. Είναι το μόνο ζωύφιο που όταν "φεύγουν" οι άνθρωποι που έμεναν στο σπίτι συνεχίζει να το προστατεύει από μύγες και κουνούπια, μένει και υφαίνει μόνο του.
Τον άκουσαν σιώπησαν και ο καθένας συνέχισε τη δουλειά του, σαν να μην άκουσαν τα λόγια του ποτέ.
Μετά από καιρό μία παιδική του φίλη είπε στους άλλους, αυτόν, θα το φωνάζουμε Αρογαλίδα και όλοι συμφώνησαν.
+
*Αρογαλίδα, στην Κρητική διάλεκτο είναι η αράχνη.